- στρατευόμενοι
- στρατεύωadvance with an armypres part mp masc nom/voc pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
воѥвати — ВО|ѤВАТИ (342), ЮЮ, ЮѤТЬ гл. 1.Воевать, вести войну: по мале ||=врѣмени придоша срацина въ галѣ˫ахъ воѥватъ. и ѡстрѣгоша кюпрѩне. изидоша противоу ихъ въ кораблихъ. ПрЛ XIII, 78в г; идоша новгоро||дьци съ ст҃осла(в)мь. къ кеси. и придоша литва въ … Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)
οπλιτεύω — ὁπλιτεύω (Α) [οπλίτης] 1. υπηρετώ ως οπλίτης, δηλ. ως βαριά οπλισμένος στρατιώτης 2. (το αρσ. πληθ. τής μτχ. ενεργ. ενεστ. ως ουσ.) οἱ ὁπλιτεύοντες αυτοί που υπηρετούν ως οπλίτες, οι στρατευόμενοι 3. (το αρσ. πληθ. τής μτχ. παθ. παρακμ.) οἱ… … Dictionary of Greek
πατήρ — ο, ΝΜΑ, και πατέρας, ΝΜ 1. ο γεννήτορας, ο γονιός, ο γονέας (α. «τού πατέρα σου, όταν έρθεις, δε θα βρεις παρά τον τάφο», Σολωμ. β. «ἐπῆγεν ὁ πατέρας της εἰς κάποιον ταξίδι», Διγ. Ακρ. γ. «τοῡδε κεκλῆσθαι πατρός», Σοφ.) 2. φρ. «Πάτερ ημών» η… … Dictionary of Greek
στρατεύω — (I) ΝΜΑ [στρατός] (μέσ. και παθ.) στρατεύομαι καλούμαι και κατατάσσομαι στον στρατό, καλούμαι να υπηρετήσω ως στρατιώτης νεοελλ. μέσ. 1. μτφ. (το μέσ.) στρατεύομαι τάσσομαι στην υπηρεσία ενός σκοπού 2. (η μτχ. μέσ. ενεστ. ως επίθ.) στρατευόμενος … Dictionary of Greek
τυγχάνω — ΝΜΑ, και τυχαίνω Ν 1. αξιώνομαι να αποκτήσω κάτι, απολαμβάνω κάτι, πετυχαίνω κάτι (α. «έτυχε μεγάλου σεβασμού» β. «έτυχε μεγάλων τιμών» γ. «οἴκτου τυχεῑν», Αισχύλ. δ. «ἐπιμελείας τυχεῑν», ΚΔ) 2. συναντώ κάποιον τυχαία (α. «τόν έτυχα προχθές στον… … Dictionary of Greek